πλανητικά

πλανητικά
πλανητικός
migratory
neut nom/voc/acc pl
πλανητικά̱ , πλανητικός
migratory
fem nom/voc/acc dual
πλανητικά̱ , πλανητικός
migratory
fem nom/voc sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • νεφέλωμα — (Αστρον.). Η χρήση του τηλεσκόπιου στην παρατήρηση του ουρανού επέτρεψε στους αστρονόμους να ανακαλύψουν σε πολλά σημεία του ουράνιου θόλου μερικούς ιδιάζοντες διάχυτους σχηματισμούς, με διάφορα σχήματα και διαστάσεις, ελαφρά φωτεινούς και λευκού …   Dictionary of Greek

  • πλανητικός — ή, ό / πλανητικός, ή, όν ΝΑ [πλανητός] 1. αυτός που περιπλανάται, που δεν έχει μόνιμο τόπο διαμονής («πλανητικά ζώα» ζώα που μεταναστεύουν σε διάφορους τόπους και σε ακαθόριστες εποχές) 2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους πλανήτες («πλανητικό… …   Dictionary of Greek

  • διάχυτα νεφελώματα — (Αστρον.). Είδος φωτεινών νεφελωμάτων. Τα δ.ν. ανήκουν, μαζί με τα πλανητικά νεφελώματα, στον Γαλαξία μας και διαφέρουν από τα λεγόμενα εξωγαλαξιακά νεφελώματα, τα οποία αποτελούν ιδιαίτερα αστρικά συστήματα, ανάλογα με τον Γαλαξία μας.… …   Dictionary of Greek

  • εξωβιολογία — Οι θεωρίες σχετικά με τα έμβια συστήματα που ενδεχομένως υπάρχουν σε άλλους πλανήτες ή στους δορυφόρους τους, στο ηλιακό σύστημα ή σε άλλα πλανητικά συστήματα άλλων αστέρων, τις μεθόδους ανίχνευσής τους και την πιθανή τους μελέτη. Σήμερα,… …   Dictionary of Greek

  • ερυθρός γίγαντας — (Αστρον.). Γίγαντας αστέρας με επιφανειακή θερμοκρασία 2000 3000°Κ και διάμετρο 10 100 φορές μεγαλύτερη από τον Ήλιο. Οι ε.γ. πιστεύεται ότι αντιπροσωπεύουν τις τελευταίες φάσεις της εξέλιξης ενός φυσιολογικού αστέρα, όταν πια έχει καταναλωθεί το …   Dictionary of Greek

  • ηλιακό σύστημα — Ο Ήλιος και το σύνολο των ουράνιων σωμάτων, πλανητών, δορυφόρων, αστεροειδών, κομητών και μετεωριτών/μετεώρων που περιφέρονται γύρω από αυτόν σύμφωνα με τους νόμους της παγκόσμιας έλξης και τους νόμους του Κέπλερ. Μετά τις πρόσφατες όμως… …   Dictionary of Greek

  • καινοφανής αστέρας (nova) — (Αστρον.). Αστέρας, ο οποίος παρουσιάζει απρόοπτα ταχύτατη και έντονη αύξηση της λαμπρότητάς του, για να επανέλθει ύστερα σιγά σιγά στην αρχική του κατάσταση. Η λαμπρότητα των κ.α. είναι από 5.000 έως 100.000 φορές μεγαλύτερη από την αρχική τους …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”